Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Οι μεγάλες κωλοτούμπες των οικονομολόγων

Του RICHARD WOLFF*

H δουλοπρέπεια των οικονομολόγων προς τις ανάγκες του εταιρικού κόσμου εξηγεί γιατί αρνούνται με πείσμα να ανταποκριθούν στην αστάθεια του καπιταλισμού, υποστηρίζοντας εναλλακτικά οικονομικά συστήματα.

Οι περισσότεροι αμερικανικοί οικονομολόγοι είναι καθηγητές σε κολέγια και πανεπιστήμια. Οι ακαδημαϊκές θέσεις που κατέχουν τους επιτρέπουν έρευνα και διδασκαλία που υποτίθεται ότι είναι ανεξάρτητη από εταιρικά συμφέροντα.

Θα μπορούσαν, τουλάχιστον υποθετικά, να παρέχουν τις κριτικές εκείνες ιδέες στα οικονομικά προβλήματα που απαιτούν λύση. Οι οικονομολόγοι θα μπορούσαν να βοηθήσουν με το να προτείνουν, να αξιολογήσουν, και να συζητήσουν ένα ευρύ φάσμα πιθανών οικονομικών λύσεων - από εκείνες τις προτάσεις και λύσεις που αλλάζουν στο ελάχιστο το υπάρχον σύστημα έως εκείνες με τις οποίες συνεπάγεται θεμελιώδης κοινωνική αλλαγή. Εν τούτοις, η ιστορία δείχνει ότι οι περισσότεροι επαγγελματίες οικονομολόγοι αντί να συμμετέχουν στην έρευνα και το διάλογο ως εποικοδομητικοί κριτικοί, είναι υποταγμένοι στα διάφορα εταιρικά συμφέροντα. Θριαμβολογούσαν για τον καπιταλισμό, αγνόησαν ή απέρριψαν εναλλακτικά οικονομικά συστήματα και διαφωνούσαν μόνο για το πόσο καλύτερα μπορεί να γίνει η διαχείριση του τεράστιου κόστους της επαναλαμβανόμενης αστάθειας του καπιταλισμού. Η επαίσχυντη εταιρική δουλοπρέπεια των οικονομολόγων είναι απώλεια του έθνους.

Το κατεστημένο των αμερικανών οικονομολόγων, τα μέλη του οποίου εντάσσουν του εαυτούς τους με υπερηφάνεια στην επικρατούσα πολιτικο-οικονομική ιδεολογία, ποτέ δεν παρέχει ουσιαστική καθοδήγηση σε οικονομικά θέματα. Πάντα ακολουθεί την κατάσταση που επικρατεί. Πριν τη Μεγάλη Υφεση του '30, το κατεστημένο των οικονομολόγων ασπάστηκε υπάκουα αυτό που αποκαλούσε «νεοκλασικά οικονομικά». Αυτή η οικονομική «επιστήμη» αποδείκνυε, ισχυριζόταν το ακαδημαϊκό οικονομικό κατεστημένο, πως ό,τι ωφελεί την επιχείρηση ωφελεί και όλη τη κοινωνία. Σε αυτή την επικρατούσα αντίληψη, η ιδιωτική επιχείρηση και οι αγορές λειτουργούν καλύτερα για το σύνολο της κοινωνίας όταν δεν υπάρχει κρατικός έλεγχος ή παρέμβαση. Οι μεγάλες επιχειρήσεις επένδυσαν σ' αυτή την αντίληψη και δημοσίως προωθούσαν τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό.

Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα επιδίωξαν οικονομικές συνεισφορές από τις επιχειρήσεις, τους ιδιοκτήτες τους, και τους ηγετικά τους στελέχη. Χρειάζονταν τις εγγραφές των παιδιών αυτών των ανθρώπων, αφού ελάχιστα άλλα παιδιά μπορούσαν να πληρώνουν το υψηλό κόστος της ανώτατης εκπαίδευσης στις ΗΠΑ. Η διοίκηση των πανεπιστημίων ούτε ήθελε, ούτε στήριζε τους πανεπιστημιακούς καθηγητές που επέκριναν τα ιδιωτικά εταιρικά συμφέροντα ή προκαλούσαν με την έρευνά τους και τη διδασκαλία τους την επικρατούσα οικονομική θεωρία.

Μετά το 1929, όταν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και οι ελεύθερες αγορές απέφεραν τη Μεγάλη Υφεση, ο ιδιωτικός εταιρικός τομέας άλλαξε θέση και υποστήριζε τις μαζικές κρατικές παρεμβάσεις για να διορθωθεί η οικονομία (όπως ακριβώς γίνεται πάλι σήμερα). Εκτός από μερικούς άκρως φανατικούς, οι επαγγελματίες οικονομολόγοι ακολούθησαν γρήγορα τη νέα τάση και αντέστρεψαν τις απόψεις της «επιστήμης» τους.



Βρήκαν έναν νέο γκουρού στο πρόσωπο του John Maynard Keynes, ο οποίος εξυμνούσε τις αρετές των μηχανισμών του κρατικού οικονομικού παρεμβατισμού. Από το τέλος του 1930 έως το τέλος της δεκαετίας του 1970, το κατεστημένο των οικονομολόγων μετετράπη σε λέσχη κεϊνσιανικών. Σε όλα τα πανεπιστήμια τα μαθήματα οικονομικών δίδασκαν για τους οικονομικούς κύκλους (ο ευγενικός όρος για τη χρόνια αστάθεια του καπιταλισμού) και τα εγχειρίδια πληροφορούσαν μια ολόκληρη γενιά ότι η κρατική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική ήταν απαραίτητη και υποχρεωτική για να περιοριστούν, να αντισταθμιστούν, και να εξαλειφθούν στο τέλος οι κυκλικές οικονομικές διακυμάνσεις.

Από το τέλος της δεκαετίας του '70, το κατεστημένο των οικονομολόγων άλλαξε πάλι γραμμή. Τα οικονομικά του κεϊνσιανισμού είχαν αποτύχει να υπερνικήσουν ή ακόμα και να αποτρέψουν τις κυκλικές οικονομικές διακυμάνσεις στην οικονομία των ΗΠΑ. Οι νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές δεν είχαν επιφέρει την ευημερία, την ανάπτυξη και τη σταθερότητα που υπόσχονταν οι κεϊνσιανικοί. Εν τω μεταξύ, οι αμερικανικές εταιρείες είχαν γίνει αρκετά πλούσιες και ισχυρές - ενώ είχαν ήδη αρχίσει να εξασθενούν και οι αναμνήσεις από τη Μεγάλη Υφεση - για να υπονομεύσουν τις κρατικές ρυθμίσεις και τους κρατικούς ελέγχους που προκάλεσε η Μεγάλη Υφεση.

Επειδή ο εταιρικός κόσμος δυσφορούσε με εκείνες τις κρατικές παρεμβάσεις που περιόρισαν τα κέρδη, τα μεγάλα εταιρικά συμφέροντα προώθησαν την υποψηφιότητα του Ρόναλντ Ρέιγκαν για την προεδρία. Το έργο μιας ολόκληρης ζωής που είχε προσφέρει στα εταιρικά συμφέροντα τον καθιστούσαν κατάλληλο για να ανατρέψει τις πολιτικές του New Deal. Οι φορολογικές περικοπές, ειδικά στις επιχειρήσεις και τους πλουσίους, και η άρση των ελέγχων των επιχειρήσεων, έγιναν το θρησκευτικό δόγμα για τους πολιτικούς αμφοτέρων των δύο κομμάτων. Η εταιρική Αμερική άρχισε εκ νέου την προ του 1929 εξύμνηση της ιδιωτικής επιχείρησης και των ελεύθερων αγορών.

Οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι ακολούθησαν πάλι το ρεύμα. Προγράμματα σπουδών, εγχειρίδια, και συνέδρια-όλα άλλαξαν. Τα οικονομικά του κεϊνσιανισμού εγκαταλείφθηκαν, η νεοκλασική οικονομική σκέψη επέστρεψε ξανά και ο Milton Friedman ήταν ο νέος γκουρού. Ο Friedman ήταν ένας από τους φανατικούς που συνέχισε να χοροστατεί υπέρ των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των ελεύθερων αγορών καθ' όλη τη διάρκεια που μεσουρανούσε ο κεϊνσιανισμός. Κατόπιν, όταν οι μεγάλες εταιρείες αποφάσισαν όλο και περισσότερο ότι «η οικονομία μας δεν χρειαζόταν πλέον τον κρατικό παρεμβατισμό» αφού περιόριζε τα κέρδη, ο Friedman κέρδισε τη στήριξή τους για το Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Σικάγου.

Ετσι, στη νέα Αμερική του Ρέιγκαν, το επάγγελμα των οικονομολόγων «ανακάλυψε» ότι τα οικονομικά του Friedman ήταν τώρα «ορθά» και «επιστημονικά». Ο Friedman και οι υποστηρικτές του ανέλαβαν τώρα το κατεστημένο. Περιθωριοποίησαν τους κεϊνσιανικούς και επιδοκίμασαν ξανά δίχως ανάσα την προ του 1929 «νεοκλασική» οικονομική θεωρία που εξυμνούσε την ιδιωτική επιχείρηση και τις ελεύθερες αγορές ως εγγυητές της ευημερίας.

Τόσο απόλυτος ήταν ο εναγκαλισμός των νεοκλασικών οικονομικών από το κατεστημένο των ακαδημαϊκών οικονομολόγων που πολύ λίγοι φοιτητές μάθαιναν για την αστάθεια του καπιταλισμού. Μαθήματα για τις κυκλικές οικονομικές διακυμάνσεις, κάποτε βασικός κορμός των προγραμμάτων στις οικονομικές σπουδές, εξαφανίστηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος. Οι οικονομολόγοι στην κυβέρνηση Μπους ήταν προϊόντα της εκπαίδευσης των οικονομικών σπουδών που τους κατέστησε ανίκανους να αντιμετωπίσουν τη σημερινή μαζική κατάρρευση του καπιταλισμού. Κατά συνέπεια:

*Απέτυχαν να προβλέψουν, πόσω μάλλον να αποτρέψουν, την οικονομική κατάρρευση.

*Ανέβαλαν για πολύ καιρό να ενεργήσουν, αφού η κατάρρευση ξεδιπλωνόταν από το τέλος του 2007 και αρχές του 2008.

*Πρότειναν σταδιακά μια σειρά από μισο-ψημένες και αναποτελεσματικές οικονομικές πολιτικές από τα μέσα του 2008. Οι οικονομολόγοι που μάζεψε γύρω του ο Ομπάμα είναι δείγμα της ίδιας γενιάς των οικονομολόγων που γαλουχήθηκαν με τις γελοίες ιδέες της νεοκλασικής οικονομικής σκέψης.

Η επαίσχυντη ιστορία οπορτουνισμού του επαγγέλματος απεικονίστηκε ίσως με τον καλύτερο τρόπο στην ετήσια σύσκεψη (Ιανουάριος 2009) του Συλλόγου των Αμερικανών Οικονομολόγων, που εκπροσωπεί το κατεστημένο στην οικονομική επιστήμη. Προς το τέλος του 2008 είδαμε τις μεγάλες επιχειρήσεις να παίρνουν δισεκατομμύρια δολάρια υπό τη μορφή κρατικών οικονομικών διασώσεων.

Οι κύριοι εκπρόσωποι του κατεστημένου των οικονομολόγων στη συνεδρίαση που διεξήχθη δειλά ανήγγειλαν τα λάθη των προηγούμενων τρόπων σκέψης και τάχθηκαν υπέρ της επιστροφής των οικονομικών του κεϊνσιανισμού.

Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι είδαν τις σταδιοδρομίες τους να βρίσκονται σε κίνδυνο και ενήργησαν γρήγορα. Ο δημοσιογράφος Louis Uchitelle των «New York Times» χρησιμοποίησε ακόμη και το θρησκευτικό όρο «πνευματική μεταστροφή» για το κείμενο του οικονομολόγου από το Χάρβαρντ Martin Feldstein, μέχρι χθες από τους μεγαλύτερους εκφραστές της ελεύθερης αγοράς και κατά συνέπεια εχθρούς του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Αλλά όπως πολλοί από τους αναγεννημένους χριστιανούς, οι αναγεννημένοι κεϊνσιανικοί αναμφίβολα θα ξανακυλήσουν στη νεοκλασική οικονομική θεωρία με το πρώτο σημάδι της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Εν ολίγοις, οι επαναλαμβανόμενες ταλαντεύσεις μεταξύ νεοκλασικών και κεϊνσιανικών στον προσδιορισμό του κατεστημένου των οικονομικών αποκαλύπτει την καιροσκοπική δουλοπρέπεια του επαγγέλματος προς τις ανάγκες του εταιρικού κόσμου. Αυτή η δουλοπρέπεια εξηγεί γιατί οι οικονομολόγοι αρνούνται με πείσμα και συνέπεια να ανταποκριθούν στην αστάθεια του καπιταλισμού υποστηρίζοντας εναλλακτικά οικονομικά συστήματα. Ομως, στο κατόπι μιας ακόμα ογκώδους κατάρρευσης του καπιταλισμού, οι πραγματικές επιλογές μας δεν χρειάζονται και δεν πρέπει να περιοριστούν στα οικονομικά της νεοκλασικής ή κεϊνσιανικής οικονομικής σκέψης, απλά δηλαδή σε μια άλλη μετατόπιση μεταξύ ιδιωτικών και κρατικών μορφών διαχείρισης του καπιταλισμού. Η υπόθεση για σοβαρή συζήτηση πέραν του καπιταλισμού δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρή όσο τώρα.

* Ο RICHARD WOLFF είναι ομότιμος καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στο Αμχερστ, επισκέπτης καθηγητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα διεθνών σχέσεων στο New School University στη Νέα Υόρκη, ιδρυτικό στέλεχος της επιστημονικής επιθεώρησης «Rethinking Marxism». Η μετάφραση έγινε από τον Χρόνη Πολυχρονίου.

Πηγή: ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ - 01/02/2009


-------------------------------------------------------------------------------------

VIDEO: Capitalism Hits the Fan: A Marxian View

-----------------------------------------------------------------------------------
Richard D. Wolff (born Youngstown, Ohio, April 1942) is a North American economist who is well-known for his work (with Stephen Resnick) on Marxian economics, economic methodology and class analysis. Wolff received his Ph.D. in 1969, from Yale University. He is married to, and sometimes co-author with, psychoanalyst Harriet Fraad.

Wolff taught at the City College of New York from 1969-1973, and then began teaching at the Economics Department of the University of Massachusetts Amherst, and has been full professor since 1981. He began collaborating with Stephen Resnick during their common appointments at CUNY, and continued after they both moved to University of Massachusetts. Wolff and Resnick have jointly published numerous articles and books that formulate a nondeterminist, class analytical approach. Their topics have included Marxian theory and value analysis, overdetermination, radical economics, international trade, business cycles, social formations, the Soviet Union, and comparing and contrasting Marxian and non-Marxian economic theories.

Wolff's work with Resnick took Louis Althusser and Etienne Balibar's Reading Capital as its point of departure and developed a subtle reading of Karl Marx's Capital Volumes II and III in their influential Knowledge and Class. For the authors, Marxian class analysis entails the detailed study of the conditions of existences of concrete forms of performance, appropriation, and distribution of surplus labor. While there could be an infinite number of forms of surplus appropriation, the Marxist canon refers to ancient (independent), slave, feudal, capitalist, and communist class processes.

In 1989, Wolff joined efforts with a group of colleagues, ex- and then current students to launch Rethinking Marxism, an academic journal that aims to create a platform for rethinking and developing Marxian concepts and theories within economics as well as other fields of social inquiry. He continues to serve as a member of both the editorial and the advisory boards of the journal.

Wolff continues to teach graduate seminars and undergraduate courses and direct dissertation research in Economics at the University of Massachusetts Amherst.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

GreekBloggers.com